χαμαιπαγής

χαμαιπαγής
-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι-παγής, ὑψι-παγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιρεπής — και χαμαιρρεπής, ές, Α χαμαίζηλος, χαμαιπαγής*. επίρρ... χαμαιρεπῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι ρρεπής, ὀξυ ρεπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”